- ψυχολογώ
- ψυχολογῶ, -έω, ΝΜνεοελλ.1. (αμτβ.) ασχολούμαι με την ψυχολογία, είμαι ψυχολόγος2. (μτβ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις ψυχικές διαθέσεις κάποιου3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχολογημένος, -η, -οαυτός που γίνεται ύστερα από σωστή μελέτη τών ψυχικών διαθέσεων ενός προσώπου ή ενός συνόλου («ψυχολογημένη ενέργεια»)μσν.συλλέγω με την ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη μσν. σημ. < ψυχή + -λογῶ*. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. < ψυχολόγος].
Dictionary of Greek. 2013.