ψυχολογώ

ψυχολογώ
ψυχολογῶ, -έω, ΝΜ
νεοελλ.
1. (αμτβ.) ασχολούμαι με την ψυχολογία, είμαι ψυχολόγος
2. (μτβ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις ψυχικές διαθέσεις κάποιου
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχολογημένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται ύστερα από σωστή μελέτη τών ψυχικών διαθέσεων ενός προσώπου ή ενός συνόλου («ψυχολογημένη ενέργεια»)
μσν.
συλλέγω με την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη μσν. σημ. < ψυχή + -λογῶ*. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. < ψυχολόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυχολογώ — ψυχολογώ, ψυχολόγησα, ψυχολογημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ψυχολογώ : η μτχ. ψυχολογημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που γίνεται μετά από (ή φανερώνει) ορθή ψυχολογική εκτίμηση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψυχολογώ — και ψυχολογάω ψυχολόγησα, ψυχολογήθηκα, ψυχολογημένος 1. είμαι ψυχολόγος, ασχολούμαι με την ψυχολογία. 2. προσπαθώ να καταλάβω τις ψυχικές διαθέσεις των άλλων: Τον ψυχολόγησα σωστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αψυχολόγητος — η, ο 1. αυτός που γίνεται παρά τους νόμους της ψυχολογίας 2. αυτός που γίνεται από άγνοια της ψυχολογίας 3. (για πράξεις) απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχολογώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”